κοπίδα

κοπίδα
η (Α κοπίς, -ίδος) [κοπή]
1. κοπίδι
2. μτφ. καυστικότητα, οξύτητα, δριμύτητα («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, "ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν"», Πλούτ.)
αρχ.
1. μεγάλο μαχαίρι ή πέλεκυς, ιδίως τού μάγειρα ή τού κρεοπώλη
2. κυρτό μαχαίρι
3. (στους Λακεδαιμονίους) συνεστίαση προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοπίδα — κοπίς chopper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπίδ' — κοπίδα , κοπίς chopper fem acc sg κοπίδι , κοπίς chopper fem dat sg κοπίδε , κοπίς chopper fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aristocréon — Chrysippe, marbre d époque romaine impériale Aristocréon (en grec ancien Ἀριστοκρέων / Aristokréôn) est un philosophe stoïcien grec, neveu et disciple de Chrysippe, vivant vers la fin du IIIe début du II …   Wikipédia en Français

  • PUERPERA — a PUERI partu dicta, olim variis obnoxia fuit ritibus. Mutini fascino insidebat foe mina, ut conciperet: Lupercis quoque sese offerebat, et ferulâ caedebatur caprinâ pelle coriôque tectâ, gestabat praeterea pyxide Lyden, immensô prolis desideriô …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • κηροκοπίδα — η χαλύβδινος περιστρεφόμενος τροχίσκος με τον οποίο κόβονται τα εξέχοντα μέρη τού πλαισίου τεχνητής κηρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κοπίδα (< κόπτω)] …   Dictionary of Greek

  • κοπίζω — (I) κοπίζω (Α) [κόπις (ΙΙ)] (κατά τον Ησύχ.) ψευδολογώ, λέγω ψέματα. (II) κοπίζω (Α) [κοπίς] εορτάζω την κοπίδα, δηλ. την εορτή που τελούσαν οι Σπαρτιάτες προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες …   Dictionary of Greek

  • κοπίς — κοπίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κοπίδα …   Dictionary of Greek

  • πτερνοκοπίς — ίδος, και πτερνοκόπις, ιδος, ἡ, Α (ως κωμική προσωνυμία παρασίτου) η κοπίδα πτερνών, δηλ. χοιρομηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + κοπίς (< κόπος < κόπτω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”