κοπίδα — κοπίς chopper fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπίδ' — κοπίδα , κοπίς chopper fem acc sg κοπίδι , κοπίς chopper fem dat sg κοπίδε , κοπίς chopper fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aristocréon — Chrysippe, marbre d époque romaine impériale Aristocréon (en grec ancien Ἀριστοκρέων / Aristokréôn) est un philosophe stoïcien grec, neveu et disciple de Chrysippe, vivant vers la fin du IIIe début du II … Wikipédia en Français
PUERPERA — a PUERI partu dicta, olim variis obnoxia fuit ritibus. Mutini fascino insidebat foe mina, ut conciperet: Lupercis quoque sese offerebat, et ferulâ caedebatur caprinâ pelle coriôque tectâ, gestabat praeterea pyxide Lyden, immensô prolis desideriô … Hofmann J. Lexicon universale
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
κηροκοπίδα — η χαλύβδινος περιστρεφόμενος τροχίσκος με τον οποίο κόβονται τα εξέχοντα μέρη τού πλαισίου τεχνητής κηρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κοπίδα (< κόπτω)] … Dictionary of Greek
κοπίζω — (I) κοπίζω (Α) [κόπις (ΙΙ)] (κατά τον Ησύχ.) ψευδολογώ, λέγω ψέματα. (II) κοπίζω (Α) [κοπίς] εορτάζω την κοπίδα, δηλ. την εορτή που τελούσαν οι Σπαρτιάτες προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες … Dictionary of Greek
κοπίς — κοπίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κοπίδα … Dictionary of Greek
πτερνοκοπίς — ίδος, και πτερνοκόπις, ιδος, ἡ, Α (ως κωμική προσωνυμία παρασίτου) η κοπίδα πτερνών, δηλ. χοιρομηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + κοπίς (< κόπος < κόπτω)] … Dictionary of Greek